αστικός

αστικός
-ή, -ό (AM ἀστικός, -ή, -όν)
όποιος ανήκει ή αναφέρεται στο άστυ, στην πόλη
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αστική τάξη
αρχ.
1. εκείνος που αγαπά τη ζωή της πόλης
2. ο καλλιεργημένος, ο πολιτισμένος
3. ως ουσ. ο αστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άστ-υ (-εως) < αστός
η γραφή αστυ-κός (αντί αστ-ικός) είναι μεταγενέστερη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀστικός — of a city masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αστικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει στο άστυ ή ζει σ αυτό (αντίθ. αγροτικός): Ο αστικός πληθυσμός της χώρας μας αυξήθηκε τα τελευταία χρόνια και ο αγροτικός μειώθηκε. 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους αστούς ως κοινωνική τάξη: Η αστική τάξη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀστικά — ἀστικός of a city neut nom/voc/acc pl ἀστικά̱ , ἀστικός of a city fem nom/voc/acc dual ἀστικά̱ , ἀστικός of a city fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… …   Dictionary of Greek

  • ἀστικῶν — ἀστικός of a city fem gen pl ἀστικός of a city masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστικόν — ἀστικός of a city masc acc sg ἀστικός of a city neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ναπολεόντειος Κώδικας — Αστικός κώδικας που δημοσιεύτηκε στη Γαλλία το 1804. θεωρείται το σημαντικότερο νομοθετικό έργο του Ναπολέοντα και αποτελείται από 2.281 άρθρα. Διαιρείται σε τρία μέρη: στο δίκαιο των προσώπων, στο δίκαιο του αντικειμένου και των ειδών της… …   Dictionary of Greek

  • ἀστικαῖς — ἀστικός of a city fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστικαί — ἀστικός of a city fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστικοῖς — ἀστικός of a city masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”